ψίκι

ψίκι
το
(λ. λατ.), νυφική συνοδεία, πομπή νυφική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψίκι — το, Ν νυφική πομπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ὀψίκιον (< λατ. obsequium «χάρις»] …   Dictionary of Greek

  • ψικεύω — Ν [ψίκι] 1. συμμετέχω σε νυφική πομπή, σε ψίκι 2. ξεπορτίζω …   Dictionary of Greek

  • κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”